χιλιοναύτης

χιλιοναύτης
και δωρ. τ. χιλιοναύτας, ὁ, Α [χιλιόναυς]
(για στόλο) αυτός που αποτελείται από χίλια πολεμικά πλοία («στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην τήσδ' ἀπὸ χώρας ἧραν», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιλιοναύτα — χῑλιοναύτᾱ , χιλιοναύτης with masc nom/voc/acc dual χῑλιοναύτᾱ , χιλιοναύτης with masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοναύστολος — ον, Α χιλιοναύτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόναυς + στόλος] …   Dictionary of Greek

  • χιλιόναυς — εως, ὁ, ἡ, ΜΑ χιλιοναύτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ναῦς (πρβλ. μυριό ναυς)] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοναύταν — χῑλιοναύτᾱν , χιλιοναύτης with masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”